Η Ελένη Γκίκα κοινοποίησε σύνδεσμο.
Ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά.
Τη θυμάται να γράφει, τη θυμάται να μαγειρεύει, τη θυμάται να χτίζει, να ζωγραφίζει και να φυτεύει, τη θυμάται ν’ ακούει μουσική.
Συμπαγής η εικόνα της στη ρευστή και κατακερματισμένη ζωή της, είναι εκεί όπου την άφησε έτοιμη μαζί μ’ αυτό το εγκαταλελειμμένο ξενοδοχείο να γεννηθεί.
Η Εκάτη ήταν δεκάξι χρονών όταν σκοτώθηκε η μαμά της.
Τα «γιατί» και τα «ποιος» δε θα τα μάθει ποτέ.
Καλοκαίρι, Ιούλης και τότε, στο νησί τους η Εκάτη κι αυτός· και η μαμά στη γιαγιά.
«Άδικα πας, αφού δε σε θυμάται!» τον θυμάται να της λέει όρθιος ακριβώς εδώ στα σκαλιά.
Έχει σπάσει το μάρμαρο, σκέφτεται, και έχουν βγει και δυο πλάκες. Αύριο θα πρέπει να θυμηθεί να τα παραγγείλει στο μαρμαρά.
«Τη θυμάμαι εγώ, κι είναι η μάνα μου πάντα», τη θυμάται να τον βάζει στη θέση του αυστηρά.
Δευτέρα πρωί έφυγε αναζητώντας το χρόνο της κάτω στα Χαριά. Την κοιτούσε απ’ τον καθρέφτη της σάλας να κατεβαίνει με το λευκό της φουστάνι, φορτωμένη με δώρα, αλαφροπατώντας σε πέδιλα γκρενά.
Τη φιλούν, τους φιλά, και τα νέα θα τους βρουν στο τραπέζι, τέσσερις μέρες μετά.
Γελούσε η ανοϊκή της μητέρα όταν πήγαν για την κηδεία στη Μάνη, αναζητώντας κάπου τριγύρω και τη δική της μαμά. Στα χέρια της, η κούκλα που της είχε στείλει η Εκάτη, η εγγονή της· τη φωνάζει Μνημοσύνη-Αίθρα και πιστεύει ότι την έχει μαμά.
Λίγους μήνες πριν ο γιατρός τής είπε ότι πια δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Είχε κάνει όλες τις εξετάσεις και ο όγκος είχε συρρικνωθεί. «Κυρία Δεσποτοπούλου», έτσι της είχε πει «όλα δείχνουν να πάνε καλά».
Ο πατέρας της, άκαμπτος όπως συνήθως, δεν έβγαλε δάκρυ.
Τον μισούσε η Εκάτη τον ιδεολόγο μπαμπά.
Εάν δεν υπήρχε ο αγώνας του, δε θα ’χε εξοριστεί από το σχολείο σ’ αυτό το στοιχειωμένο ξενοδοχείο η μαμά.
Για δέκα χρόνια ακριβώς είχαν κλείσει τούτο το σπίτι.
Οι ελάχιστοι τουρίστες που έρχονταν έπαψαν να τους τηλεφωνούν πια με τον καιρό − η Αθήνα με τη λήθη διατηρούν καλύτερες σχέσεις, κι έτσι κι εκείνοι επέλεξαν να χαθούν μέσα σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά.
Στο δωμάτιό της στήθηκε το μαγεμένο και μαγικό της βασίλειο. Στη σχολή της πήγαινε μόνο για να του κλείσει το στόμα. Αυτό που ήθελε ήταν να ανασταίνει προσωπεία και πρόσωπα από το πουθενά.
«‘Ότι γεννιέται γεννιέται ξανά», την είχε ακούσει να λέει πάνω από κατάξερη ελιά.
Κι έτσι η Εκάτη την έφερνε πάλι και πάλι στον κόσμο, πότε με κόκκινο και πότε με άσπρο φουστάνι, με αποξηραμένα λουλούδια και καρπούς στα μαλλιά.
Τις πρώτες μάσκες που έφτιαξε πιέζοντας ένα σκίτσο από φωτογραφία της σε μαλακό γύψο δεν τις έδειξε πουθενά.
Με τον καιρό όμως συνήθισε, δε χρειαζόταν ούτε καλούπι· κι έφτιαχνε, έφτιαχνε...
Πάνινες κούκλες και γύψινες μάσκες, μαριονέτες κατόπιν −πιόνια στη δική της σκακιέρα−, εμφυσώντας τάξη στο χάος για να την κάνει όλο να επιστρέφει ξανά και ξανά.
Οι παραγγελιές άρχισαν να ’ρχονται κι από την άκρη του κόσμου τη χρονιά που πέθανε ο μπαμπάς − στην τηλεόραση, βλέποντας στις ειδήσεις κάτι για μανιάτικα έθιμα. Ούτε τον άκουσε − στο δίπλα δωμάτιο έφτιαχνε με μοβ φόρεμα μια καινούργια μαμά.
Η πρώτη της έκθεση τη βρήκε μετέωρη − τόσο μόνη μέσα στα δεκάδες πρόσωπα και τις μάσκες που πολλαπλασίαζαν οι καθρέφτες, κυριολεκτικά σαν σκιά.
Έτσι γεννήθηκε η Εκάτη-Ουλρίκα που ζωντανεύει τις κούκλες, δίνει πνοή σε ξύλινα, πορσελάνινα, πάνινα μέλη, βάζει καρδιοχτύπι απ’ τη δική της καρδιά.
«Είμαι φωτιά κι ας μοιάζω με λάδι», του είχε πει το βράδυ που τον συνάντησε. Αλλά ο Απόστολος το πήρε αστόχαστα, κι έτσι, πάει − ούτε πρόσωπο, ούτε η μάσκα του έρωτα, αλλά σ’ αυτό το νησί μόνη της να βάζει τάξη στο πουθενά.
«Απ’ τη σκεπή θα πρέπει ν’ αρχίσω».
Σαν να ’ναι το πρόσωπο που θα πρέπει να ζωντανέψει.
Θα παραγγείλει ξύλα και κεραμίδια, θα κλείσει τρύπες και θα φυτέψει, όπως εκείνη, αμέσως μετά.
Από τον κύριο Παντελή ζήτησε να ξαναζωντανέψει ό,τι ξεράθηκε. Ελιές στις ελιές· ο λαχανόκηπος όπου κάποτε υπήρξε λαχανόκηπος· οι ορτανσίες στις ορτανσίες και οι τριανταφυλλιές στις τριανταφυλλιές.
Αποφάσισε να βαδίσει ακριβώς στα χνάρια εκείνης. Στους καθρέφτες πια η Αίθρα − Εκάτη πια.
Της μοιάζω αλήθεια; Πόσο της μοιάζω;, ψιθυρίζει κάθε φορά που περνά.
Και οι καθρέφτες είναι η αλήθεια που πάντα μας δικαιώνει ή μας εκδικείται.
Τους φοβόταν όταν ήταν παιδί, αλλά σε τούτο το σπίτι δεν μπορεί παρά να τους αγαπά.
«Τώρα μπορώ να ξεχάσω, φτάνω στο στόχο μου,
στην άλγεβρά μου, στην κλείδα
και στον καθρέφτη μου.
Σύντομα θα ξέρω ποιος είμαι».
Τον βλέπει ξαφνικά να ανεβάζει αντιγράφοντας το «Εγκώμιο της σκιάς».
«Η απορία του Αβερρόη», που κάνει το Γκόλεμ, με emet και πάλι.
Αυτός ο άνθρωπος που την κάνει να ξαναϋπάρξει από το τίποτα, τώρα, εκεί, στο ρημαγμένο της πουθενά.Η Ελένη Γκίκα κοινοποίησε σύνδεσμο.
Να τι απόμεινα απ’ τις μαχαιριές.
Η Εκάτη χωρίζει στα πέντε τη μέρα.
Στην κουζίνα της, αγναντεύοντας κήπο και βουνό το πρωί.
Στο εργαστήρι της, αναπλάθοντας τα προσωπεία έως προσώπου. Στ...Δείτε περισσότερα
Αν τίποτ’ άλλο δεν κερδίσαμε, μάθαμε τουλάχιστον πως αύριο θα συναντηθούμε. Αυτό διδάσκουμε, αυτό κηρύττουμε, μην κάνοντας καθόλου κήρυγμα, γιατί όποιος λέει πως αγαπάει ό,τι αγαπάει, δεν κάνει κήρυγμα, λέει μονάχα εκείνο που δε θα μπορούσε να μην πει. Γιάννης Ρίτσος
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013
Από Φεις - Βιβλίο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου