Η Ελένη Γκίκα κοινοποίησε σύνδεσμο.
Να τι απόμεινα απ’ τις μαχαιριές.
Η Εκάτη χωρίζει στα πέντε τη μέρα.
Στην κουζίνα της, αγναντεύοντας κήπο και βουνό το πρωί.
Στο εργαστήρι της, αναπλάθοντας τα προσωπεία έως προσώπου. Στην κάμαρά της και στη σοφίτα, τακτοποιώντας το χρόνο.
Στη ρημαγμένη αυλή, ποτίζοντας, σαν το αγοράκι της θυσίας, τα ξεραμένα δέντρα.
Τις νύχτες, προσπαθώντας να ζωντανέψει ένα νεκρό Γκόλεμ μέσα απ’ το Άλεφ του υπολογιστή.
Τον συναντά πια ανελλιπώς κάθε βράδυ.
Δε γράφει σ’ αυτόν, αλλά στην άβυσσο· και ουδέποτε προσμένει την απάντησή του.
Οφείλει να ομολογήσει ότι την είχε τρομάξει τον πρώτο καιρό − όταν κανείς συνηθίζει στη μοναξιά παρεξηγεί κάθε παρουσία παίρνοντάς τη για αδιακρισία. Αν και υπήρξε αρκούντως διακριτικός. Ένας Μπεθ σαν σκιά σε μια διαρκή «απορία».
Κανείς τους δεν τολμά να ρωτήσει τίποτε πιο προσωπικό. Σαν να φοβάται μην τρομάξει και εξαφανίσει τον άλλο. Τα πρώτα μέιλ αμήχανα, του στιλ: «Παράξενο καλοκαίρι»· ή: «Ο χρόνος δε λιγοστεύει απειλητικά;»
Το πρώτο που διαπίστωσε ήταν πως τον πιέζει ο χρόνος.
Εκείνη δε βιάζεται. Θα το πει από την πρώτη στιγμή.
«Όλα είναι εδώ. Και ο προορισμός και η αφετηρία… Αλλά εμείς θα πρέπει να κάνουμε ό,τι οφείλουμε στο μεταξύ…»
«Ναι, αλλά στο τεφτέρι του Θεού ή της ζωής όλα είναι ήδη δεδικασμένα».
«Δεδικασμένη» και η δική της επιστροφή.
Από την ώρα που δήλωνε πως δε θα ξαναεπιστρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου