Πέρασαν ήδη έξι
μήνες. Δεν το κατάλαβε… Δεν ήθελε να το καταλάβει. Δεν το είχε δεχτεί, δεν
ήθελε να το δεχτεί. Για κείνη, μικρή η διαφορά. Ή ήταν στα ξένα ή κάτω απ’ τη
γη, σχεδόν το ίδιο της φάνηκε σήμερα. Φορούσε και μωβ, μάλωσε απ’ τα τρίμηνα και
με τα μαύρα, γιατί επέμεναν να της φωνάζουν: «Δεν υπάρχει, πια!»
Τι να τα κάνει;
Ποιος αντέχει μαύρες φορεμένες φωνές;
Έτσι κι εκείνη
δεν άντεχε γύρω της άλλες φωνές:
«Έβγαλες τα
μαύρα κι εσύ;»
«Μα, για μένα, ζει! Τώρα τον νιώθω παντού! Νιώθω
ότι μου μιλάει, ότι μου χαμογελάει, ότι με νιώθει, ότι μ’ αγαπάει! Τώρα με
βλέπει και με πιστεύει! Δεν αμφιβάλλει για μένα, πια! Όχι, δεν τον βλέπω
εφιάλτες. Τον έβλεπα πριν Φύγει που μου έλεγε: «Μην έρθεις! Να μείνεις εκεί!»,
ότι έλεγε και στα σύρματα δηλαδή.
Μια ζωή μακριά.
Ένας ταχυδρόμος ή μια ασύρματη τηλεφωνική γραμμή τους έφερνε πιο κοντά σε
τακτικά διαστήματα, αλλά εκείνο το κενό δεν έλεγε να γεμίσει μέσα της. Εκείνη η
ψυχρή απόσταση που τους έφερε η ζωή, ακόμα κι όταν τον αγκάλιαζε από κοντά,
ένιωθε πως ξεπερνούσε ακόμα και την χιλιομετρική. Δύσκολος άνθρωπος. Δεν την
καταλάβαινε. Κι εκείνη δύσκολη. Δύσκολο και το να συνεννοηθούν.
Σκληραίνει η
ξενιτειά. Τι θαρρείς;
Η φτώχεια, να δεις!
Μεγάλη και η
διαφορά ηλικίας, εικοσιτέσσερα ολόκληρα χρόνια!
Πρώτο παιδί της
οικογένειας εκείνος, έκτη αυτή.
Πόση απόσταση,
αν την δεις μηνών και την μουτζώσεις, φεύγοντας για την ξενητειά και μετά στα
12, στα 17 στα 25, 35 και μετά, όταν γύρισε για πάντα στην Ελλάδα, δυσκόλεψε
πιο πολύ.
Μη έχοντας
παιδιά, την μάλωνε που παραχάιδευε τα παιδιά της.
Μη ξέροντας
γράμματα, παρεξήγησε το βιβλίο που έγραψε για να τιμήσει τη μάννα τους.
Μη έχοντας την
πίστη της, την μάλωνε που έτρεχε στις εκκλησιές και προσευχόταν για όλους.
Μόνο, μόνο όταν
αρρώστησε την κατάλαβε, μόνο τότε και πάλι, την κράταγε μακριά. «Μην έρθεις» της
έλεγε. «Να μείνεις εκεί, να κοιτάξεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου! Εγώ
το παλεύω. Θα σου πω εγώ, πότε θα ‘ρθεις…»
Κι εκείνη έτρεξε
μια φορά με την βαλίτσα της στην Κλινική, κι εκείνος: «Σε ένα τέταρτο να πάρεις
το βαλιτσάκι σου και να φύγεις! Να πας να ξεκουραστείς και να δεις το παιδί
σου! Δεν είναι ξενοδοχείο εδώ!»
Έμεινε περισσότερο
από τέταρτο, την πρώτη φορά. Την χρειάστηκε… χαμογέλασε, γέλασε, δέχτηκε πολύ
αργότερα το σφιχτό αγκάλιασμά της, χωρίς να δαγκώνει.
Την δέχτηκε και
την άλλη μέρα, δέχτηκε και το λαδάκι της και το κεράκι π’ άναψε στην εκκλησιά
για Κείνον.
Μόνο που της είπε
να μην ξαναπάει. «Δεν είναι του θανατά…»
Δεν ήταν!
Κι αν ήταν, εκείνη δεν έπρεπε να πάει, μην το καταλάβει!
Ποιος κορόϊδευε ποιον;
Είχε πια
αρχίσει να την αγαπά και να την καταλαβαίνει. Εκείνες οι ασύρματες γραμμές
μπερδεύονταν με άλλες, άτιμη τηλεποικοινωνία, κι ακούγονταν λυγμοί κι απ’ τις δυο
μεριές. «Εγώ, καλά! Εσύ;»
Πολλές φορές το
έλεγαν ταυτόχρονα, αντί Καλημέρας, Καλησπέρας ή Καληνύχτας.
«Εγώ καλά! Εσύ;»
Αυτή, καλά.
Εκείνος κάτω απ’ το χώμα.
Στο τελευταίο
κλαμένο «καλά» του, τα μάζεψε και πήγε στην Αθήνα, τάχα για δουλειές. Η βαλίτσα
είχε κρυφτεί στην καρδιά του παιδιού της, κι εκείνη πέρασε βιαστική, τάχα από
κει.
Τέσσερες μέρες,
τόσο βιαστική, δεν έφυγε από κοντά του. Τον έκρυψε σε μια σπηλιά εκεί στην Αθήνα,
να μην τον βρίσκουν οι γιατροί και τον πονάνε, κι έφυγε κι αυτή!
Από τότε, για
οικονομία δική της, τις μιλάει με τα σύννεφα, τον ήλιο, τις πεταλούδες, τα πουλιά.
Μια χαρά συνεννοούνται.
Το «καλά» πια, σημαίνει καλά και το «σ’ αγαπάω» σημαίνει σ’ αγαπάω.
Δεν το
πιστεύει. Τι να πιστέψει; Ακόμα και κείνα τα χώματα, ξένα είναι και για τους δυο.
Στα δικά της, εκεί που περπατάει κάθε μέρα, ακόμα κι όταν πάει στο χωριό, εκεί
δεν είναι!
Αυτή τον βλέπει
να πετάει χαρούμενος μαζί με τις πεταλούδες,
ευχαριστημένος που τα λουλούδια της κρέμονται στον κήπο του, στον ήλιο που φωτίζει
και ψηλώνει το δέντρο του, κι εκείνη το ποτίζει, γιατί λείπει από κοντά του και
διψάει...
Γι’ αυτό, δεν
το πίστεψε. Ψέματα της είπαν, ψέματα έκανε, την είδε που υπέφερε πολύ, γι’ αυτό
αποφάσισε να κρυφτεί σε μια υπόγεια σπηλιά εκεί στην Αθήνα. Για να στρωθεί να
κοιτάξει την οικογένειά της, να μη ξοδεύεται στα τηλέφωνα, γι’ αυτό και για
πολλά άλλα.
Κι έτσι, έφτασε
σήμερα να πηγαίνει το σταράκι στην εκκλησιά, για να τον φωνάξει ο παππάς, να
τον ρωτήσει:
«Κωνσταντίνε, είσαι
καλά;»
«Καλά!» της φάνηκε
πως άκουσε, σαν ένα μουγκρητό και γύρισε την πλάτη της, να δει, αν και ο παππάς
συνέχιζε να ρωτάει κι άλλους…
Πίσω της δεν ήταν
κανένας, μόνο οι Αγιογραφίες Κωνσταντίνου και Ελένης!
Ταράχτηκε. Γύρισε
πάλι το κεφάλι προς το μέρος του ιερέα.
«…Ελένη, Αναστάσιος»
Έσκυψε το κεφάλι
και το ξανασήκωσε μόνο όταν ο ιερέας είχε τελειώσει το τρισάγιο.
Δεν άντεχε να δει άλλες Αγιογραφίες.
… Το πήρε κι έφυγε.
Δε μοίρασε σε κανέναν, ούτε στην Ελένη που την βρήκε πάλι τυχαία στον Εσπερινό
και που την περίμενε ίσως, και γι’ αυτό!
Μετά το σκέφτηκε.
Θα της εξηγήσει άλλη φορά.
Πώς τον έλεγαν;
«Κωνσταντίνο! Χάρηκα
που σε είδα…» κι έφευγε… Αγκαλιά με το στάρι της, μην της το κλέψει κανένας! Το
είχε ήδη κρύψει στην σακούλα και το πήγαινε στον προορισμό του. Το είχε τάξει
στα περιστέρια, είναι πολλά, ίσως και να μην τους έφτανε… Είχε καιρό να τα δει,
καιρό πολύ να τα ταϊσει με τροφή ψυχής.
…Κι εκείνα, αμίλητα,
την κοίταζαν. Περίμεναν να φύγει. Την είχαν ξεχάσει. Την ένιωθαν πια, ξένη. Δεν
τα ξεγελούσε, ούτε η ζάχαρη, ούτε τ’ ασημένια κουφετάκια.
Της έδειξαν πως
πετάνε, μόνο όταν κάποιος πέταξε ένα κουβά νερό, ίσως και βρώμικο, από ένα
μπαλκόνι από ψηλά.
Διψούσαν. Γι’
αυτό πέταξαν βραδιάτικα. Μόνο γι’ αυτό. Όχι, γι’ αυτή.
Ήθελε να τους πάει
νερό, μα τότε προέκυψε να την θυμηθεί ο παππούς…. Ακόμα και η μάννα. (κ.λ.π.)
Πως καταφέρνουν και παρεμβάλλουν πάντα και δεν την αφήνουν να κλάψει δυνατά για τον αδελφό της, δεν το καταλαβαίνει.
Παρόντες και Φευγάτοι.
Φράζουν ποτάμι ορμητικό, δεν ξέρει ποιους θα πνίξει...
Υγ. 2:05. Σαν
σε λίγο… σαν τότε. Σαν ποτέ.
Όχι αδελφέ μου,
αν και σε σένα χρωστώ το ότι έμαθα γράμματα, όχι, δεν θα γράψω για σένα βιβλίο.
Ξέρω ότι δεν θα το ήθελες. Ξέρεις ότι δεν το μπορώ. Μια σελίδα που αυγατείθηκε
χωρίς να το καταλάβω, κι έγιναν τρεις, μην τις παρεξηγείς…
Θα τα κόψω εγώ,
όλα τα κουσούρια…
Ναι και της γραφής
και του τσιγάρου και άλλα....
Μη με μαλώνεις,
πια.
Πονάει.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
2:11 Άναψα τσιγάρο
στα σκοτεινά. Όπως τότε.
Διόρθωσα και λίγο
την ορθογραφία.
2:14 Θ’ ανάψω
το φως… Όπως τότε.
Μια πεταλούδα πέταξε
μπροστά μου, τότε!
2:15 Άναψα το
φως.
Ευτυχώς οι
πεταλούδες κοιμούνται, αλλιώς θα τρόμαζα.
Φεύγω πριν έρθουν
στα μάτια μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου