ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ
Νουβέλα για τρεις γυναίκες κι ένα δέντρο
ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις Γαβριηλίδης
Απ’ το οπισθόφυλλο
Στη νουβέλα αυτή για τρεις γυναίκες και ένα δέντρο τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει το δέντρο, το οποίο μεγαλώνει σ’ έναν ακάλυπτο στα Εξάρχεια, αλλά βρίσκεται επίσης και στον Εθνικό Κήπο. Τους δεύτερους ρόλους παίζουν μια βασίλισσα, μια δασκάλα και μια γιαγιά.
Θα «συναντηθούν» στον ίσκιο αυτού του δέντρου και πώς;
(Αντιγράφω όσο λιγότερα μπορώ, απ’ τα πολλά που σημείωσα…)
…Όμως, πρίν απλωθούν τα φυλλώματά του για τα καλά στις σελίδες και οι ρίζες του ροκανίσουν το χώμα της γραφής, πρέπει να ειπωθεί τι προηγήθηκε και πώς συνδέεται το δέντρο με τη βασίλισσα.
Ο σπόρος βέβαια, που ήδη πιέζει τις γραμματοσειρές και ετοιμάζεται να σκάσει τον πρώτο του βλαστό, δεν ενδιαφέρεται για τις αιτίες, τα πριν και τα μετά, όμως η βασίλισσα δεν είναι περιφρονητέα, δεν μπορεί να προσπεραστεί άκοπα. Υπήρξε μια βασίλισσα-κηπουρός και της αρμόζει τιμή. (σελ. 16-17)
…Μέρες, μήνες, χρόνια μιλούσαν. Μέρες, μήνες, χρόνια φύτευαν. Μέρες, μήνες, χρόνια σχεδίαζαν.
Έτσι επικράτησε το της χίμαιρας απότοκο, όχι της εξουσίας, να γίνει μητέρα χλωροφύλλης.
Είναι γεγονός ότι ο κήπος αυτός πρώτα δημιουργήθηκε και μετά σχεδιάστηκε. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποκρυσταλλωθεί στο χαρτί. (σελ. 24)
Ο κήπος εξακολούθησε να προοδεύει, σε αντίθεση με το κράτος. (σελ. 28)
«Καλό κλάδεμα, Φρίντριχ! Αυτό θέλουν τα δέντρα μας για να ψηλώσουν». (σελ. 34)
Σε δευτερόλεπτα μέσα ο ουρανός γέμισε πεταλούδες. Αγριεμένες πετάχτηκαν από τα κλουβιά και σκορπίστηκαν στον αέρα. Πεταλούδες απ’ όλα τα μάκρη και τα μήκη της γης. Κίτρινες, γαλάζιες, πορτοκαλιές, μαύρες, στικτές, πολύχρωμες, δαντελωτές, διαφανείς, ραβδωτές, χνουδωτές, μυτερές, μεγάλες και μικρές, αργοκίνητες και σβέλτες, χαριτωμένες και χοντρές, πέταγαν έντρομες μπροστά στα μάτια των άφωνων παρευρισκομένων, προσπαθώντας να βρουν καταφύγιο στο πιο κοντινό θάμνο και κλαδί….
…μετά, ξαφνικά και απροειδοποίητα, κάτι άλλαξε.
… (σελ. 40)
Ο κήπος ήταν γεμάτος μυστικά. (σελ. 41)
…οι πολιτικοί ευχαρίστησαν τη βασίλισσα για την προσφορά της στο έθνος, χωρίς κατά βάθος να έχουν εννοήσει για ποιο λόγο έπρεπε τόσα χρόνια να ξοδεύονται τόσα χρήματα και να ταλαιπωρούνται τόσοι άνθρωποι, για να γίνει ένας κήπος στον οποίο ο λαός θα είχε περιορισμένη πρόσβαση, κι όλα τελείωσαν καλά. (σελ. 42)
Ας έχει την τιμή η βασίλισσα αυτού του κήπου αποκλειστικά. (σελ. 43)
Ο άϊλανθος ο υψηλότατος, το δέντρο του παραδείσου.
…γιατί ο αέρας μετέφερε τα σπέρματα σε διάφορα σημεία.
…το άρωμά του δεν έχει τίποτα το αξιέραστο. Τουναντίον, πολλοί του καταλογίζουν κι άλλα χειρότερα.(σελ. 44-45)
…η Μαρία παραδινόταν σε μια ανήκουστη ερωτική περίπτυξη με ένα δέντρο. Πράξη τρέλας ή οδύνης; (σελ. 57)
Έκριναν μάλλον ότι η κλίση του δέντρου έδειχνε την προσπάθειά του να βγει στον ήλιο. Και το άφησαν εκεί το θέμα. (σελ. 59)
…πάνε τώρα, πόσα χρόνια, δεκαπέντε, μεγαλώνοντας χάνεις το μέτρημα και τι μένει; εικόνες, δεν έχουν καν χρώμα, είναι, πώς να το πει κανείς, εικόνες φευγαλέες, ναι, φευγαλέες, όπως ο αέρας της βεντάλιας –δροσίστηκε καθόλου το χρυσό μου;- δώρο του άντρα της, αυτό μένει, η βεντάλια, θα τη δώσει στην εγγόνα της, να συνεχιστεί η σειρά, αλλά ούτε αυτό παρηγορεί, όταν πια η ζωή καταλήγει μια βεντάλια, τίποτα δεν παρηγορεί, λοιπόν, εκείνη βρήκε έναν τρόπο, όχι για παρηγοριά, για χαρά, ναι, ναι, παρ’ όλες αυτές τις λύπες, ναι, θα της το πει – δροσίστηκε αρκετά, να σηκωθούν να περπατήσουν λίγο; (σελ. 72-73)
Έχουν δει τα μάτια μου τόπους και τόπους να χάνονται. Ο Κήπος όχι. Δεν ξέρω και παλιά αν χανόντουσαν έτσι οι τόποι. (σελ. 73)
«Εδώ τα μονοπάτια». Ξαναπήρε μπρος η γριά, «είναι όπως και πριν σαράντα πενήντα χρόνια, μη σου πω ότι… (σελ. 73)
Όλα αλλάζουν, αλλά, πρόσεξε, άλλο αλλαγή, άλλο ξεπάστρεμα. Τώρα ο τόπος ξεπαστρεύεται, βλέπω και τα μέρη μου όταν κατεβαίνω με τα παιδιά. (σελ. 74)
…αλλά ήθελα η κάθε μέρα που ζω, αν γίνεται, να ριζώνει. Στη γη. Για τον ουρανό δεν ξέρω, άσ’το για τον παπά. Στη γη, στο χώμα βλέπεις το μέλλον, δεν έχει σημασία που δε θα είναι το δικό μου μέλλον, κι επειδή σε βλέπω που είσαι χλομή, πολύ χλομή, πουλάκι μου, γιατί; Δεν τρως καλά; (σελ. 74)
«Ακουμπάω σε δύο αιώνες τώρα. Είναι ο μόνος τρόπος να ακουμπήσεις τους αιώνες. … (σελ. 75)
Απ’ τη μια λέω «δε θυμάμαι, δυστυχώς» κι απ’ την άλλη στεναχωριέμαι επειδή θυμάμαι. Πουθενά δε με πιάνεις. (σελ. 75)
Αλλά, κορίτσι μου, η χαρά! Η χαρά του σπόρου! Ακόμα και να μην έχεις χώμα κατάλληλο να τον σπείρεις. Τον φυλάς για καλύτερες εποχές. Ο σπόρος κοιμάται, ξέρει να περιμένει. (σελ. 76)
…Σε μια γλαστρούλα με λίγο καλό χώμα. Και θα δεις. Απλώς λίγη υπομονή. Δεν ανεβαίνεις στον ουρανό χωρίς ρίζα. (σελ. 77)
Έμοιαζε, όπως κάθε δέντρο στο σούρουπο, να περιμένει με ήρεμη εγκαρτέρηση τη νύχτα. (σελ. 86)
Την επομένη αναζήτησε το φυτολόγιό της.
Μαζί και αυτή τη θηλυκότητα που διαφεύγει.
……
3:45
Εγώ, τι να πω; Λεπτεπίλεπτο έργο γλυπτικής αυτό το βιβλίο! Έργο τέχνης. Υψηλή ραπτική. Τά νοήματα! (Με τόνο στον πληθυντικό!) ΚΑΘΑΡΗ ΠΟΙΗΣΗ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου